ὀξυθύμου

ὀξυθύμου
ὀξύθυμον
a kind of thyme
neut gen sg
ὀξυθύ̱μου , ὀξύθυμος
quick to anger
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οξυθυμία — η (Α ὀξυθυμία) [οξύθυμος] η ιδιότητα τού οξύθυμου, αψιθυμία, ευερεθιστότητα, ευθιξία αρχ. 1. αιφνίδιος, οξύς θυμός 2. ζωηρότητα ή αστάθεια θυμού 3. ερεθισμός …   Dictionary of Greek

  • οξύθυμος — η, ο (Α ὀξύθυμος, ον) αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, αψίθυμος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Αρείου Πάγου) γρήγορος και αυστηρός τιμωρός 2. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυθυμον α) η ιδιότητα τού οξύθυμου, οξυθυμία, ευθιξία β) είδος τού φυτού θύμος.… …   Dictionary of Greek

  • Μελιδώνης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από το Μελιδόνι Μυλοποτάμου της Κρήτης. 1. Αντώνιος ή Δάνδολος. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και χρησιμοποιήθηκε ως απεσταλμένος της στις υπόδουλες ελληνικές περιοχές. Με την έναρξη της Επανάστασης …   Dictionary of Greek

  • Τζόνσον, Μπεν — (Μπέντζαμιν) (Jonson, Λονδίνο 1572 – 1637). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Από τα βιογραφικά στοιχεία που διασώθηκαν ξέρουμε ότι η ζωή του Τ. δεν ήταν εύκολη: πέρασε από διάφορα επαγγέλματα, σπούδασε στη σχολή του Ουεστμίνστερ, έπαιξε… …   Dictionary of Greek

  • οξυθυμία — η η ιδιότητα του οξύθυμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”